- ἀπογυναίκωσις
- ἀπογῠναίκωσις, εως, ἡ,A making womanish, Plu.2.987f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απογυναίκωσις — ἀπογυναίκωσις, η (Α) εκθήλυνση … Dictionary of Greek
ἀπογυναίκωσιν — ἀπογυναίκωσις making womanish fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)